- ξεβουλλώνω
- 1. βγάζω το βούλλωμα, αφαιρώ το πώμα, εκπωματίζω2. (σχετικά με σωλήνα) αφαιρώ το εμπόδιο τής ροής, εκφράσσω («ξεβουλλώνω τον νιπτήρα»)3. αποσφραγίζω επιστολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + βουλλώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεστουπώνω — ξεβουλλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στουπώνω] … Dictionary of Greek
αναπωμάζω — ἀναπωμάζω (Α) σηκώνω και βγάζω το πώμα, ξεβουλλώνω, ξεταπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα, βουλλώνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναπωμαστήρας ( ήρ)] … Dictionary of Greek
αναπωματίζω — αφαιρώ το πώμα, ξεβουλλώνω … Dictionary of Greek
αποπωματίζω — ἀποπωματίζω (AM) αφαιρώ το πώμα, ξεβουλλώνω … Dictionary of Greek
αποφράζω — κ. σσω (AM ἀποφράσσω, Α κ. ττω κ. ἀποφράγνυμι, κ. γνύω) κλείνω, φράζω εντελώς νεοελλ. ( σσω) ανοίγω κάτι φραγμένο, ξεβουλλώνω … Dictionary of Greek
εκπωματίζω — (Μ ἐκπωματίζω) αφαιρώ το πώμα, ξεβουλλώνω … Dictionary of Greek
εκφράσσω — και ξεφράζω (Μ ἐκφράζω, Α ἐκφράσσω, αττ. τ. ἐκφράττω) βγάζω τον φραγμό, παραμερίζω το φράγμα, ανοίγω κάτι βουλλωμένο, φραγμένο, ξεφράζω, ξεβουλλώνω, ξεστουπώνω … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεβούλλωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβουλλώνω, η αφαίρεση πώματος από δοχείο, εκπωμάτιση, ή, γενικά, η απομάκρυνση πράγματος που εμποδίζει τη ροή υγρού σε σωλήνα, έκφραξη … Dictionary of Greek
ξεφράζω — 1. αφαιρώ το φράχτη ή το εμπόδιο 2. ξεβουλλώνω κάτι που έχει φράξει, εκφράσσω («ξέφραξα την αποχέτευση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ φράσσω (αόρ. ἐξ έφραξα), βλ. και λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek